- εύκτιστος
- εὔκτιστος, -ον, ποιητ. τ. ἐΰκτιστος, -ον (Μ)εϋκτίμενος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτιστός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔκτιστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκτιστον — εὔκτιστος masc/fem acc sg εὔκτιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτίστοις — εὔκτιστος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek